άρπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρπα | οι | άρπες |
γενική | της | άρπας | των | αρπών |
αιτιατική | την | άρπα | τις | άρπες |
κλητική | άρπα | άρπες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρπα < ιταλική arpa < πρωτογερμανική *arbiją
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρπα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο, παίζεται με τη χρήση όλων των δακτύλων
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άρπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
άρπα