Μετάβαση στο περιεχόμενο

άρτε

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἄρτε

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

άρτε αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άρτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄρτος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaɾde/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άρτε αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]