άρτυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρτυμα | τα | αρτύματα |
γενική | του | αρτύματος | των | αρτυμάτων |
αιτιατική | το | άρτυμα | τα | αρτύματα |
κλητική | άρτυμα | αρτύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρτυμα < αρχαία ελληνική ἄρτυμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρτυμα ουδέτερο