άρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρωμα | τα | αρώματα |
γενική | του | αρώματος | των | αρωμάτων |
αιτιατική | το | άρωμα | τα | αρώματα |
κλητική | άρωμα | αρώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρωμα < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἄρωμα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ρω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρωμα ουδέτερο
- η ευχάριστη μυρωδιά
- ≈ συνώνυμα: μοσχοβολιά, ευωδία
- ↪ όταν οι γυναίκες έψηναν ψωμί στους φούρνους των σπιτιών τους, όλη η γειτονιά γέμιζε αρώματα
- ≈ συνώνυμα: μοσχοβολιά, ευωδία
- παρασκεύασμα με ευχάριστη μυρωδιά, που χρησιμοποιείται από άνδρες και γυναίκες ως καλλυντικό
- ↪ η γνωστή ηθοποιός δήλωνε ότι κοιμόταν φορώντας μόνο το άρωμά της
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (είμαι όλο) φρου φρου κι αρώματα: έκφραση που υπονοεί ότι το πρόσωπο αναφοράς είναι ματαιόδοξο και παρουσιάζει επιφανειακή ομορφιά
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρωμα
[επεξεργασία]
- ↑ «άρωμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.