άσκαυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσκαύλης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άσκαυλος οι άσκαυλοι
      γενική του άσκαυλου
ασκαύλου
των άσκαυλων
ασκαύλων
    αιτιατική τον άσκαυλο τους άσκαυλους
ασκαύλους
     κλητική άσκαυλε άσκαυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άσκαυλος των μέσων του 17ου αι. (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσκαυλος < ασκός + αυλός + -ος (πβ. (ελληνιστική κοινή) ἀσκαύλης)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.ska.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐σκαυ‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άσκαυλος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]