άσκαφτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσκαφτος η άσκαφτη το άσκαφτο
      γενική του άσκαφτου της άσκαφτης του άσκαφτου
    αιτιατική τον άσκαφτο την άσκαφτη το άσκαφτο
     κλητική άσκαφτε άσκαφτη άσκαφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσκαφτοι οι άσκαφτες τα άσκαφτα
      γενική των άσκαφτων των άσκαφτων των άσκαφτων
    αιτιατική τους άσκαφτους τις άσκαφτες τα άσκαφτα
     κλητική άσκαφτοι άσκαφτες άσκαφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσκαφτος < ά- στερητικό + σκαπ- (σκάβω) +-τος με ανομοίωση της άρθρωσης [pt] > [ft] [1] → δείτε και τη λέξη άσκαφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.ska.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐σκα‐φτος

Επίθετο[επεξεργασία]

άσκαφτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]