άσκαφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσκαφτος | η | άσκαφτη | το | άσκαφτο |
γενική | του | άσκαφτου | της | άσκαφτης | του | άσκαφτου |
αιτιατική | τον | άσκαφτο | την | άσκαφτη | το | άσκαφτο |
κλητική | άσκαφτε | άσκαφτη | άσκαφτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσκαφτοι | οι | άσκαφτες | τα | άσκαφτα |
γενική | των | άσκαφτων | των | άσκαφτων | των | άσκαφτων |
αιτιατική | τους | άσκαφτους | τις | άσκαφτες | τα | άσκαφτα |
κλητική | άσκαφτοι | άσκαφτες | άσκαφτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσκαφτος < ά- στερητικό + σκαπ- (σκάβω) +-τος με ανομοίωση της άρθρωσης [pt] > [ft] [1] → δείτε και τη λέξη άσκαφος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ska.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σκα‐φτος
Επίθετο[επεξεργασία]
άσκαφτος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκάβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άσκαφτος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ άσκαφτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας