άσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άσος | οι | άσοι |
γενική | του | άσου | των | άσων |
αιτιατική | τον | άσο | τους | άσους |
κλητική | άσε | άσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άσος αρσενικό
- ο αριθμός 1
- το φύλλο της τράπουλας με το γράμμα Α
- άτομο με πολύ μεγάλες ικανότητες σε έναν τομέα
- επίτευξη πόντου από παίκτη στο τένις με απευθείας εκτέλεση σερβίς, χωρίς ο αντίπαλος να επιτύχει να αντικρούσει την μπάλα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ένας άσος στο μανίκι ή ένα κρυμμένος άσος: ένα πλεονέκτημα που κρατιέται κρυφό για να εμφανιστεί την κατάλληλη στιγμή και να αιφνιδιάσει έναν αντίπαλο, ή να αποκτηθεί ο έλεγχος μιας κατάστασης.
- μένω στον άσο: αποτυγχάνω και πρέπει να ξαναρχίσω από την αρχή