άσπιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσπιλος | η | άσπιλη | το | άσπιλο |
γενική | του | άσπιλου | της | άσπιλης | του | άσπιλου |
αιτιατική | τον | άσπιλο | την | άσπιλη | το | άσπιλο |
κλητική | άσπιλε | άσπιλη | άσπιλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσπιλοι | οι | άσπιλες | τα | άσπιλα |
γενική | των | άσπιλων | των | άσπιλων | των | άσπιλων |
αιτιατική | τους | άσπιλους | τις | άσπιλες | τα | άσπιλα |
κλητική | άσπιλοι | άσπιλες | άσπιλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσπιλος < αρχαία ελληνική ἄσπιλος < ἀ- στερητικό + σπίλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.spi.los/
Επίθετο[επεξεργασία]
άσπιλος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σπίλος