άσπλαγχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσπλαγχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσπλαγχνος < ἀ- + σπλάγχνον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.splaŋ.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σπλαγ‐χνος
Επίθετο[επεξεργασία]
άσπλαγχνος, -η, -ον
- άλλη μορφή του άσπλαχνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άσπλαγχνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)