Μετάβαση στο περιεχόμενο

άστατο

Από Βικιλεξικό
  • Χημικό στοιχείο: At
  • Ατομικός αριθμός : 85
  • Προηγούμενο = Po
  • Επόμενο = Rn

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. άστατο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική astatine < αρχαία ελληνική ἄστατος
  2. άστατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άστατος < αρχαία ελληνική ἄστατος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άστατο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άστατο τα άστατα
      γενική του άστατου των άστατων
    αιτιατική το άστατο τα άστατα
     κλητική άστατο άστατα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
  1. (χημεία) αμέταλλο, ραδιενεργό χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλογόνα, με ατομικό αριθμό 85, ατομικό βάρος 210 και χημικό σύμβολο το At
    άλλες μορφές: αστάτιο
  2. (λόγιο) η αστάθεια

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

άστατο