άστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
άστατος, -η, -ο
- ασταθής, ευμετάβολος
- ↪ μην πολυπιστεύεις τις υποσχέσεις του, είναι άστατος χαρακτήρας
- ↪ ο καιρός θα είναι άστατος για τις επόμενες δύο ημέρες με διαστήματα ηλιοφάνειας και ξαφνικές βροχές