άστραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άστραμμα < αστράπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άστραμμα ουδέτερο
- ξαφνική και ζωηρή λάμψη
- εκεί που περπατούσα στο δρόμο, είδα ένα άστραμμα και τότε κατάλαβα ότι επρόκειτο να βρέξει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άστραμμα
|