άστυφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άστυφτος | η | άστυφτη | το | άστυφτο |
γενική | του | άστυφτου | της | άστυφτης | του | άστυφτου |
αιτιατική | τον | άστυφτο | την | άστυφτη | το | άστυφτο |
κλητική | άστυφτε | άστυφτη | άστυφτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άστυφτοι | οι | άστυφτες | τα | άστυφτα |
γενική | των | άστυφτων | των | άστυφτων | των | άστυφτων |
αιτιατική | τους | άστυφτους | τις | άστυφτες | τα | άστυφτα |
κλητική | άστυφτοι | άστυφτες | άστυφτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.sti.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐στυ‐φτος
Επίθετο[επεξεργασία]
άστυφτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν στύψει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στύβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ άστυφτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας