άσχημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσχημα < επίθετο άσχημος
Επίρρημα[επεξεργασία]
άσχημα και άσκημα (τροπικό επίρρημα)
- μου συμπεριφέρεται άσχημα
- νιώθω άσχημα που του μίλησα έτσι
- σε κακή κατάσταση, ψυχολογικά ή σωματικά
- είναι άσχημα ακόμα, δεν έχει συνέλθει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την έχω άσχημα: περιέρχομαι σε δυσχερή θέση, περιμένω άσχημες εξελίξεις, την έβαψα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άσχημος