άταστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άταστος η άταστη το άταστο
      γενική του άταστου της άταστης του άταστου
    αιτιατική τον άταστο την άταστη το άταστο
     κλητική άταστε άταστη άταστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άταστοι οι άταστες τα άταστα
      γενική των άταστων των άταστων των άταστων
    αιτιατική τους άταστους τις άταστες τα άταστα
     κλητική άταστοι άταστες άταστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άταστος < α- + τάστο < ιταλική tasto < tastare < λατινική taxare < taxo < tango < πρωτοϊταλική *tangō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂g-

Επίθετο[επεξεργασία]

άταστος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]