άταχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άταχτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

άταχτος

  1. που δε βρίσκεται σε τάξη ή δε γίνεται με τάξη, άτακτος
  2. ανώμαλος, ακανόνιστος
  3. απείθαρχος, που κάνει αταξίες
    αυτό το παιδί είναι πολύ άταχτο και χρειάζεται παραδειγματισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]