άταχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άταχτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
άταχτος
- που δε βρίσκεται σε τάξη ή δε γίνεται με τάξη, άτακτος
- ανώμαλος, ακανόνιστος
- απείθαρχος, που κάνει αταξίες
- αυτό το παιδί είναι πολύ άταχτο και χρειάζεται παραδειγματισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άταχτος
|