άτρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄτρητος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτρητος η άτρητη το άτρητο
      γενική του άτρητου της άτρητης του άτρητου
    αιτιατική τον άτρητο την άτρητη το άτρητο
     κλητική άτρητε άτρητη άτρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτρητοι οι άτρητες τα άτρητα
      γενική των άτρητων των άτρητων των άτρητων
    αιτιατική τους άτρητους τις άτρητες τα άτρητα
     κλητική άτρητοι άτρητες άτρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άτρητος < αρχαία ελληνική ἄτρητος

Επίθετο[επεξεργασία]

άτρητος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]