άτριφτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄτριπτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτριφτος η άτριφτη το άτριφτο
      γενική του άτριφτου της άτριφτης του άτριφτου
    αιτιατική τον άτριφτο την άτριφτη το άτριφτο
     κλητική άτριφτε άτριφτη άτριφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτριφτοι οι άτριφτες τα άτριφτα
      γενική των άτριφτων των άτριφτων των άτριφτων
    αιτιατική τους άτριφτους τις άτριφτες τα άτριφτα
     κλητική άτριφτοι άτριφτες άτριφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άτριφτος < αρχαία ελληνική ἄτριπτος

Επίθετο[επεξεργασία]

άτριφτος

  1. που δεν τον έχουν τρίψει
     αντώνυμα: τριμμένος
  2. που δεν έχει φθαρεί
     συνώνυμα: άφθαρτος
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει πείρα, δεν έχει αποκτήσει εμπειρία
     συνώνυμα: άπειρος, άμαθος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]