άυλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άυλος | η | άυλη | το | άυλο |
γενική | του | άυλου | της | άυλης | του | άυλου |
αιτιατική | τον | άυλο | την | άυλη | το | άυλο |
κλητική | άυλε | άυλη | άυλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άυλοι | οι | άυλες | τα | άυλα |
γενική | των | άυλων | των | άυλων | των | άυλων |
αιτιατική | τους | άυλους | τις | άυλες | τα | άυλα |
κλητική | άυλοι | άυλες | άυλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄϋλος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.i.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐υ‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]άυλος, -η, -ο
- που δεν αποτελείται από ύλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άυλος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)