άφλεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφλεκτος | η | άφλεκτη | το | άφλεκτο |
γενική | του | άφλεκτου | της | άφλεκτης | του | άφλεκτου |
αιτιατική | τον | άφλεκτο | την | άφλεκτη | το | άφλεκτο |
κλητική | άφλεκτε | άφλεκτη | άφλεκτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφλεκτοι | οι | άφλεκτες | τα | άφλεκτα |
γενική | των | άφλεκτων | των | άφλεκτων | των | άφλεκτων |
αιτιατική | τους | άφλεκτους | τις | άφλεκτες | τα | άφλεκτα |
κλητική | άφλεκτοι | άφλεκτες | άφλεκτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άφλεκτος < αρχαία ελληνική ἄφλεκτος
Επίθετο[επεξεργασία]
άφλεκτος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άφλεκτος
|