άφραστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφραστος | η | άφραστη | το | άφραστο |
γενική | του | άφραστου | της | άφραστης | του | άφραστου |
αιτιατική | τον | άφραστο | την | άφραστη | το | άφραστο |
κλητική | άφραστε | άφραστη | άφραστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφραστοι | οι | άφραστες | τα | άφραστα |
γενική | των | άφραστων | των | άφραστων | των | άφραστων |
αιτιατική | τους | άφραστους | τις | άφραστες | τα | άφραστα |
κλητική | άφραστοι | άφραστες | άφραστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άφραστος < αρχαία ελληνική ἄφραστος
Επίθετο[επεξεργασία]
άφραστος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άφραστος