άφτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άφτρα | οι | άφτρες |
γενική | της | άφτρας | των | αφτρών |
αιτιατική | την | άφτρα | τις | άφτρες |
κλητική | άφτρα | άφτρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άφτρα (1-3) < (ελληνιστική κοινή) ἅπτρα < αρχαία ελληνική ἅπτω
- άφτρα (4) < μεσαιωνική ελληνική άφθρα < αρχαία ελληνική ἄφθα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άφτρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άφτρα
|