άχρονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άχρονα < άχρονος + -α < (ελληνιστική κοινή) ἄχρονος
Επίρρημα[επεξεργασία]
άχρονα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άχρονα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άχρονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άχρονος