άχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άχρωμος | η | άχρωμη | το | άχρωμο |
γενική | του | άχρωμου | της | άχρωμης | του | άχρωμου |
αιτιατική | τον | άχρωμο | την | άχρωμη | το | άχρωμο |
κλητική | άχρωμε | άχρωμη | άχρωμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άχρωμοι | οι | άχρωμες | τα | άχρωμα |
γενική | των | άχρωμων | των | άχρωμων | των | άχρωμων |
αιτιατική | τους | άχρωμους | τις | άχρωμες | τα | άχρωμα |
κλητική | άχρωμοι | άχρωμες | άχρωμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άχρωμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄχρωμος. Διαφορετική η αρχαία ελληνική ἄχρωμος (που δεν κοκκινίζει, ξεδιάντροπος)
- καθόλου εκφραστικός < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική incolore [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐χρω‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
άχρωμος
- που δεν έχει (έντονο) χρώμα
- (μεταφορικά) που δεν έχει κάτι το έντονο ή χαρακτηριστικό πάνω του, που να τον κάνει να ξεχωρίζει ή να διαφέρει
- ※ Είχε ένα άχρωμο πρόσωπο με κοινά χαρακτηριστικά. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άχρωμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ άχρωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)