Μετάβαση στο περιεχόμενο

άψε σβήσε

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άψε σβήσε:  δείτε τη λέξη στο άψε σβήσε

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈapse ˈzvise/

Έκφραση

[επεξεργασία]

άψε σβήσε

  1. κυρίως στην έκφραση με το στο: στο άψε σβήσε: σε πολύ μικρό χρόνο
  2. (ως επίρρημα) πολύ γρήγορα, αστραπιαία
    Άψε σβήσε έκανε τον υπολογισμό!

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

 δείτε αμέσως#Συνώνυμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]