άψινθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άψινθος < αρχαία ελληνική ἀψίνθιον ή ἄψινθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άψινθος θηλυκό ή αψιθιά
- ποώδες φυτό με πικρή γεύση που συναντάται σε χέρσα ορεινά και ξηρά εδάφη· από αυτό παράγεται το αψινθέλαιο που χρησιμοποιείται ως αιθέριο έλαιο· ως ναρκωτικό, ανήκει στην ίδια κατηγορία με τα βαρβιτουρικά και τις αμφεταμίνες