άψογος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άψογος | η | άψογη | το | άψογο |
γενική | του | άψογου | της | άψογης | του | άψογου |
αιτιατική | τον | άψογο | την | άψογη | το | άψογο |
κλητική | άψογε | άψογη | άψογο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άψογοι | οι | άψογες | τα | άψογα |
γενική | των | άψογων | των | άψογων | των | άψογων |
αιτιατική | τους | άψογους | τις | άψογες | τα | άψογα |
κλητική | άψογοι | άψογες | άψογα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άψογος < ελληνιστική κοινή ἄψογος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.pso.ɣos/
Επίθετο
[επεξεργασία]άψογος, -η, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- άψεγος (σπάνιο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άψογος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)