άψογος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: , ἄψογος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άψογος η άψογη το άψογο
      γενική του άψογου της άψογης του άψογου
    αιτιατική τον άψογο την άψογη το άψογο
     κλητική άψογε άψογη άψογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άψογοι οι άψογες τα άψογα
      γενική των άψογων των άψογων των άψογων
    αιτιατική τους άψογους τις άψογες τα άψογα
     κλητική άψογοι άψογες άψογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άψογος < ελληνιστική κοινή ἄψογος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.pso.ɣos/

Επίθετο[επεξεργασία]

άψογος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]