άωτον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄωτον, ἄωτος, άωτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άωτον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄωτον (ουδέτερο) / ἄωτος (αρσενικό) (στη σημασία: το εκλεκτότερο δείγμα ενός είδους / πράγματος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άωτον ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]