άωτον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άωτον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄωτον (ουδέτερο) / ἄωτος (αρσενικό) (στη σημασία: το εκλεκτότερο δείγμα ενός είδους / πράγματος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άωτον ουδέτερο
- (απαρχαιωμένο) χρησιμοποιείται μόνο στη φράση άκρον άωτον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άωτον
→ δείτε τη λέξη άκρον άωτον |
Πηγές[επεξεργασία]
- άωτον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας