έβαλε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

έβαλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάζω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

έβαλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάλλω