έγγλυφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔγγλυφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγγλυφος η έγγλυφη το έγγλυφο
      γενική του έγγλυφου της έγγλυφης του έγγλυφου
    αιτιατική τον έγγλυφο την έγγλυφη το έγγλυφο
     κλητική έγγλυφε έγγλυφη έγγλυφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγγλυφοι οι έγγλυφες τα έγγλυφα
      γενική των έγγλυφων των έγγλυφων των έγγλυφων
    αιτιατική τους έγγλυφους τις έγγλυφες τα έγγλυφα
     κλητική έγγλυφοι έγγλυφες έγγλυφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έγγλυφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγγλυφος < ἐγγλύφω < ἐν + γλύφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣli.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγ‐γλυ‐φος
Έγγλυφος λίθος και το αποτύπωμά του.

Επίθετο[επεξεργασία]

έγγλυφος, -η, -ο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έγγλυφος λίθος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]