έγερση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έγερση | οι | εγέρσεις |
γενική | της | έγερσης & εγέρσεως |
των | εγέρσεων |
αιτιατική | την | έγερση | τις | εγέρσεις |
κλητική | έγερση | εγέρσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγερση < αρχαία ελληνική ἔγερσις < ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγερση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εγείρω
- το ξύπνημα και το σήκωμα από το κρεβάτι
- (μεταφορικά) αξίωση, διεκδίκηση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εγείρω