έγια μόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έγια μόλα < έγια + ιταλ. molla, προστ. του mollare

Επιφώνημα[επεξεργασία]

έγια μόλα

  1. ρυθμικό παράγγελμα για να τραβούν κουπί οι βαρκάρηδες· συνήθως συμπληρώνεται από το έγια λέσα
    Έγια μόλα το καΐκι Γιακουμή / Έγια μόλα κι είν’ η θάλασσα πικρή (από τραγούδι)
    Έγια μόλα έγια λέσα / έχει ο σάκκος ψάρια μέσα (από τραγούδι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]