έγκαυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έγκαυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγκαυμα[1] < αρχαία ελληνική ἔγκαυμα < ἐγκαίω < ἐν + καίω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡav.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκαυ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : έγ‐καυ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έγκαυμα ουδέτερο
- η βλάβη στο δέρμα και τους ιστούς που προκαλείται από τη φλόγα της φωτιάς ή και από την έκθεση σε θερμότητα ή στη δράση άλλων φυσικών παραγόντων (π.χ. του ηλεκτρισμού) ή χημικών ουσιών (π.χ. οξύ)
- ⮡ υπέστη εγκαύματα τρίτου βαθμού
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις καίω και καύση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έγκαυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έγ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)