έγκλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγκλημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγκλημα, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική crime [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκλη‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : έγ‐κλη‐μα
- παρώνυμο: έγγλυμμα /ˈeŋɣli.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγκλημα ουδέτερο
- (νομικός όρος) κάθε άδικη πράξη, προβλεπόμενη και τιμωρούμενη από το νόμο με ποινή
- ↪ ανεξιχνίαστο έγκλημα
- (καθημερινή έκφραση) πράξη που θεωρείται κακή, άδικη, λάθος
- ↪ Δεν είναι έγκλημα να λές την γνώμη σου ανοιχτά.
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
αλλά και
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έγκλημα
|
[επεξεργασία]
- ↑ έγκλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)