έγκυος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πίνακας κλίσης υπό κατασκευή
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγκυος < αρχαία ελληνική ἔγκυος < ἐν (μέσα, εντός) + κύω (εγκυμονώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
έγκυος, -ος, -ο
- που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, που κυοφορεί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγκυος θηλυκό
- γυναίκα σε κατάσταση εγκυμοσύνης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μένω έγκυος (με / απ' τον τάδε): περνάω σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αρχίζω να εγκυμονώ (και ο βιολογικός πατέρας είναι ο τάδε)
- (μερικές φορές το «με» ή το «από» υπονοεί την ύπαρξη ή όχι συγκατάβασης)
- αφήνω έγκυο (κάποιαν ή την τάδε): εξαιτίας της δικής μου πράξης μένει έγκυος (κάποια ή η τάδε)
- καθιστώ έγκυο: λόγια ή ειρωνική μορφή του «αφήνω έγκυο»
- ολίγον έγκυος: ειρωνικός υπαινιγμός για κάτι που δεν είναι δυνατόν να υπάρχει όπως παρουσιάζεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναίκα έγκυος