έγχαρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγχαρτος η έγχαρτη το έγχαρτο
      γενική του έγχαρτου της έγχαρτης του έγχαρτου
    αιτιατική τον έγχαρτο την έγχαρτη το έγχαρτο
     κλητική έγχαρτε έγχαρτη έγχαρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγχαρτοι οι έγχαρτες τα έγχαρτα
      γενική των έγχαρτων των έγχαρτων των έγχαρτων
    αιτιατική τους έγχαρτους τις έγχαρτες τα έγχαρτα
     κλητική έγχαρτοι έγχαρτες έγχαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έγχαρτος < εν- + χαρτί + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

έγχαρτος

  • που εγγράφεται / καταγράφεται σε χαρτί
    Για τις δικές τους ενέργειες καλεί τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και τη γενική γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του υπουργείου Οικονομίας ο Συνήγορος του Καταναλωτή σχετικά με την απόφαση της ΔΕΗ να χρεώνει με ένα επιπλέον ευρώ τους έγχαρτους λογαριασμούς. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]