έγχορδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έγχορδο | τα | έγχορδα |
γενική | του | έγχορδου & εγχόρδου |
των | έγχορδων & εγχόρδων |
αιτιατική | το | έγχορδο | τα | έγχορδα |
κλητική | έγχορδο | έγχορδα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγχορδο < ουσιαστικοποιημένο επίθετο έγχορδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγχορδο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έγχορδο