έγχυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έγχυμα | τα | εγχύματα |
γενική | του | εγχύματος | των | εγχυμάτων |
αιτιατική | το | έγχυμα | τα | εγχύματα |
κλητική | έγχυμα | εγχύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγχυμα < ελληνιστική κοινή ἔγχῠμα < αρχαία ελληνική ἐγχέω < χέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγχυμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του εγχέω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έγχυμα
|