έδρανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έδρανο | τα | έδρανα |
γενική | του | εδράνου | των | εδράνων |
αιτιατική | το | έδρανο | τα | έδρανα |
κλητική | έδρανο | έδρανα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έδρανο < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἕδρανον (κάθισμα, κατοικία) < ἕδος (κάθισμα) < ἕζομαι (κάθομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έδρανο ουδέτερο
- κάθισμα με πάγκο από πάνω για να ακουμπά αυτός που κάθεται
- θρανίο
- μηχανολογία, στατική) βάση στήριξης
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη έδρα