έκαμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.ka.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐κα‐μα

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

έκαμα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κάμνω
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κάνω
    εναλλακτική μορφή: έκανα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]