έκδοχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκδοχο τα έκδοχα
      γενική του εκδόχου
έκδοχου
των εκδόχων
    αιτιατική το έκδοχο τα έκδοχα
     κλητική έκδοχο έκδοχα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκδοχο < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική excipient < ἐκδέχομαι + -δοχον κατά το φάρμακο[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκδοχο ουδέτερο

  • (φαρμακευτική) συνδετική ουδέτερη (μη ενεργή) ουσία που προστίθεται στην παρασκευή ενός φαρμάκου ώστε να είναι κατάλληλο για λήψη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]