έκλουση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκλουση οι εκλούσεις
      γενική της έκλουσης* των εκλούσεων
    αιτιατική την έκλουση τις εκλούσεις
     κλητική έκλουση εκλούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκλουση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκλουση θηλυκό

  1. (χημεία) η διαδικασία αφαίρεσης υλικών με έκπλυση με διαλύτη
  2. η έκπλυση με στάξιμο υγρού από πάνω (όχι εμβάπτιση/βούτηγμα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]