έκλουση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκλουση | οι | εκλούσεις |
γενική | της | έκλουσης* | των | εκλούσεων |
αιτιατική | την | έκλουση | τις | εκλούσεις |
κλητική | έκλουση | εκλούσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλούσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έκλουση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έκλουση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία αφαίρεσης υλικών με έκπλυση με διαλύτη
- η έκπλυση με στάξιμο υγρού από πάνω (όχι εμβάπτιση/βούτηγμα)