έκνομος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκνομος | η | έκνομη | το | έκνομο |
γενική | του | έκνομου | της | έκνομης | του | έκνομου |
αιτιατική | τον | έκνομο | την | έκνομη | το | έκνομο |
κλητική | έκνομε | έκνομη | έκνομο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκνομοι | οι | έκνομες | τα | έκνομα |
γενική | των | έκνομων | των | έκνομων | των | έκνομων |
αιτιατική | τους | έκνομους | τις | έκνομες | τα | έκνομα |
κλητική | έκνομοι | έκνομες | έκνομα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκνομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκνομος (έξω απ' το νόμο)[1] < ἐκ + νόμος < νέμω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.kno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐κνο‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : έκ‐νο‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]έκνομος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκνομος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έκνομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έκ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)