έκπτωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκπτωτος η έκπτωτη το έκπτωτο
      γενική του έκπτωτου της έκπτωτης του έκπτωτου
    αιτιατική τον έκπτωτο την έκπτωτη το έκπτωτο
     κλητική έκπτωτε έκπτωτη έκπτωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκπτωτοι οι έκπτωτες τα έκπτωτα
      γενική των έκπτωτων των έκπτωτων των έκπτωτων
    αιτιατική τους έκπτωτους τις έκπτωτες τα έκπτωτα
     κλητική έκπτωτοι έκπτωτες έκπτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκπτωτος < (ελληνιστική κοινήἔκπτωτος < ἐκπίπτω

Επίθετο[επεξεργασία]

έκπτωτος, -η, -ο

  • που έχασε τα δικαιώματά του, τη θέση του
    έκπτωτος άγγελος (ο Εωσφόρος)
    έκπτωτος βασιλεύς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]