έκρηξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκρηξη οι εκρήξεις
      γενική της έκρηξης* των εκρήξεων
    αιτιατική την έκρηξη τις εκρήξεις
     κλητική έκρηξη εκρήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκρήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκρηξη < αρχαία ελληνική ἔκρηξις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.kɾi.ksi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκρηξη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]