έκτακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκτακτος η έκτακτη το έκτακτο
      γενική του έκτακτου της έκτακτης του έκτακτου
    αιτιατική τον έκτακτο την έκτακτη το έκτακτο
     κλητική έκτακτε έκτακτη έκτακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκτακτοι οι έκτακτες τα έκτακτα
      γενική των έκτακτων των έκτακτων των έκτακτων
    αιτιατική τους έκτακτους τις έκτακτες τα έκτακτα
     κλητική έκτακτοι έκτακτες έκτακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκτακτος < αρχαία ελληνική ἔκτακτος

Επίθετο[επεξεργασία]

έκτακτος, -η, -ο (και εκτάκτου, εκτάκτης/εκτάκτων/εκτάκτους)

  1. κατ' εξαίρεση, που γίνεται εκτός του συνηθισμένου, προγραμματισμένου πλαισίου, εκτός τάξης
    έκτακτη γενική συνέλευση, έκτακτο φύλλο εφημερίδας (παράρτημα), έκτακτο δελτίο ειδήσεων, έκτακτες ανάγκες
  2. χαρακτηρισμός μη μόνιμης θέσης σε μια υπηρεσία
    έκτακτος καθηγητής
  3. (μεταφορικά) θαυμάσιος, τέλειος, καταπληκτικός
  4. ασυνήθιστος, σπάνιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]