έκτακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκτακτος | η | έκτακτη | το | έκτακτο |
γενική | του | έκτακτου | της | έκτακτης | του | έκτακτου |
αιτιατική | τον | έκτακτο | την | έκτακτη | το | έκτακτο |
κλητική | έκτακτε | έκτακτη | έκτακτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκτακτοι | οι | έκτακτες | τα | έκτακτα |
γενική | των | έκτακτων | των | έκτακτων | των | έκτακτων |
αιτιατική | τους | έκτακτους | τις | έκτακτες | τα | έκτακτα |
κλητική | έκτακτοι | έκτακτες | έκτακτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκτακτος < αρχαία ελληνική ἔκτακτος
Επίθετο
[επεξεργασία]έκτακτος, -η, -ο (και εκτάκτου, εκτάκτης/εκτάκτων/εκτάκτους)
- κατ' εξαίρεση, που γίνεται εκτός του συνηθισμένου, προγραμματισμένου πλαισίου, εκτός τάξης
- έκτακτη γενική συνέλευση, έκτακτο φύλλο εφημερίδας (παράρτημα), έκτακτο δελτίο ειδήσεων, έκτακτες ανάγκες
- χαρακτηρισμός μη μόνιμης θέσης σε μια υπηρεσία
- έκτακτος καθηγητής
- (μεταφορικά) θαυμάσιος, τέλειος, καταπληκτικός
- ασυνήθιστος, σπάνιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκτακτος