έκτη αίσθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
έκτη αίσθηση θηλυκό
- (μεταφορικά) η δυνατότητα να διαισθανθεί κάποιος την άμεση μελλοντική έκβαση ενός γεγονότος με μία επιπλέον ενορατική αίσθηση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έκτη αίσθηση