Μετάβαση στο περιεχόμενο

έκφανση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκφανση οι εκφάνσεις
      γενική της έκφανσης* των εκφάνσεων
    αιτιατική την έκφανση τις εκφάνσεις
     κλητική έκφανση εκφάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έκφανση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκφανσις < αρχαία ελληνική ἐκφαίνω < φαίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έκφανση θηλυκό

  1. (λόγιο) το φανέρωμα
     συνώνυμα: η φανέρωση, η εκδήλωση
  2. (λογοτεχνικό) η έκφραση
      Λάτρης της ομορφιάς, σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις, επίμονη αναζητήτρια εαυτού, αλήθειας και εμπειριών, πάντα ταξιδεύτρια και ποτέ ταξιδιώτισσα (Από αυτοβιογραφικό σημείωμα συγγραφέως, εκδ. Πατάκη, vivliopoleiopataki.gr/persons, ανακτήθηκε στις 4/5/2025)
     συνώνυμα: η εκδήλωση
  3. (φιλοσοφία) η πρώτη-πρώτη στιγμή στη διαδικασία της γνώσης
     συνώνυμα: η αποκάλυψη, η εκδήλωση, η έκφραση, η φανέρωση
  4. μία από τις πιθανές πτυχές, ερμηνείες, εκδοχές, θεματολογίες κτλ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]