έκφανση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκφανση | οι | εκφάνσεις |
γενική | της | έκφανσης* | των | εκφάνσεων |
αιτιατική | την | έκφανση | τις | εκφάνσεις |
κλητική | έκφανση | εκφάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκφανση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκφανσις < αρχαία ελληνική ἐκφαίνω < φαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκφανση θηλυκό
- (λόγιο) το φανέρωμα
- (λογοτεχνικό) η έκφραση
- ※ Λάτρης της ομορφιάς, σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις, επίμονη αναζητήτρια εαυτού, αλήθειας και εμπειριών, πάντα ταξιδεύτρια και ποτέ ταξιδιώτισσα (Από αυτοβιογραφικό σημείωμα συγγραφέως, εκδ. Πατάκη, vivliopoleiopataki.gr/persons, ανακτήθηκε στις 4/5/2025)
- ≈ συνώνυμα: η εκδήλωση
- (φιλοσοφία) η πρώτη-πρώτη στιγμή στη διαδικασία της γνώσης
- μία από τις πιθανές πτυχές, ερμηνείες, εκδοχές, θεματολογίες κτλ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)