έλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έλα < μεσαιωνική ελληνική, έλα, προστακτική του αρχαίου ρήματος ἐλαύνω, "οδηγώ άρμα" (ίσως από κραυγή στον ιππόδρομο)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
έλα
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος έρχομαι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έλα μου;: (οικείο) δηλώνει απορία
- έλα ντε!:
- φανερώνει έκπληξη
- φανερώνει συμφωνία με την τελευταία πρόταση που ακούστηκε και η οποία είναι αντίθετη με τις προηγούμενες
- (αμ/μα) έλα, (όμως) που... : χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε κάποια αντίθεση με τα προηγούμενα
- έλα, τώρα!: φανερώνει έκπληξη