έλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έλαιο | τα | έλαια |
γενική | του | ελαίου | των | ελαίων |
αιτιατική | το | έλαιο | τα | έλαια |
κλητική | έλαιο | έλαια | ||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έλαιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔλαιον (λάδι ελιάς) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική huile [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έλαιο ουδέτερο
- λάδι οποιασδήποτε προέλευσης, ζωικής ή φυτικής
- ↪ τα έλαια είναι παχύρρευστα υγρά, ενώ τα λίπη είναι στερεά
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ έλαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άτομο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)